ανευχομαι

ανευχομαι
    ἀνεύχομαι
    ἀν-εύχομαι
    брать назад свою просьбу, отступаться от мольбы
    

ἀνευχόμενος ἅττ΄ ἂν τὸ πρῶτον εὔξηται Plat. — молясь о противоположном тому, о чем прежде молился


Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Смотреть что такое "ανευχομαι" в других словарях:

  • ανεύχομαι — ἀνεύχομαι (Α) ανακαλώ, αποσύρω ευχή ή παράκληση, απεύχομαι …   Dictionary of Greek

  • εύχομαι — και ευκιέμαι (ΑΜ εὔχομαι) 1. εκφράζω ευχή, επιθυμία για κάτι, επιθυμώ ζωηρά να πραγματοποιηθεί κάτι 2. προσεύχομαι, απευθύνω προσευχή προς τον Θεό, δέομαι, παρακαλώ τον Θεό || νεοελλ. παροιμ. «φκήσου τού οχτρού σου το δεντρί, ν ανθήσει το δικό… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»